«Για τέμπλο το κάθε ξυλικό δεν κάνει
θέλει φλαμούρι,
αγριοξιά ή καρυδιά
να του μιλάει η σμίλη κι η ροκάνη
κι εκείνο ν απαντάει ταπεινά:
Δεν είμαι μάρμαρο αχτίδες να σκορπίσω
Να τις μαζέψεις σε κλωστή ονειρευτή.
Εγώ γυρεύω από ψυχές να ζήσω
μια τη δική σου και την άλλη του ασκητή
Εγώ γυρεύω δίψυχο τεχνίτη
Η μια ψυχή να τρέμει σ ανεβαίνει,
Κι η άλλη; Ποιος της λέει να
φρίττει!
Η Πίστη κι η Αγάπη δεν πεθαίνει!
|
Είναι τόσο γλυκός Ο Κύριος της Αγάπης!
αρνιά, πουλιά, σταφύλια του στολίζεις,
κι η τέλεια Αγάπη και στο Γολγοθά της
και με τα αγκάθια αν τη στολίσεις!
Φορεί το ακάνθινο στεφάνι.
Τώρα τεχνίτη πώς θα ζήσεις
το ξύλο να σου λέει φτάνει!…
και Σύ…, να θες να τα αναστήσεις;
Ήταν βαρειά του τάφου η πέτρα
Μα ήρθε ο άγγελος σα φλόγα.
Τη σμίλη μου την ταξιθέτρα
με ένα του νεύμα την ευλόγα».
|