|
|
Συνθηματική γλώσσα Λαγκαδινών μαστόρων
Ενδεικτικά
μερικές λέξεις:
Κερές |
ο
άνδρας |
Κότενα |
η
γυναίκα |
Βερδίλης - λο |
ο
γέρος – η γριά |
Μαλέτσικο –
πούλα |
το μικρό αγόρι – κορίτσι |
Κρίκονες |
οι
μαστόροι – οι χτίστες |
Γλαβίζω |
βλέπω
– παρακολουθώ |
Μπάνικο |
καλό –
όμορφο |
Φωτεράω |
λέγω
– αποκαλύπτω – παρουσιάζω |
Μπουλεύω |
φεύγω |
Μπίτισε |
έπεσε
– γκρεμίστηκε – πέθανε |
Πατέλος |
χωροφύλακας – αστυνομικός γενικά |
Ζαντός – ντή |
χαζός –ή, κάποιος με ελάττωμα |
Τσιαχτάι |
φαγητό |
Μαζαράκι |
το
κρέας |
Κωνσταντάρας |
το τυρί |
Γιάρμενα |
οι
φακές |
Κέρτεζη |
τα
φασόλια |
Κουβαράς |
το
κρασί |
Μπούλιζες |
οι
κότες |
Μαγκαρίνι |
το
γαϊδούρι |
Γρέτσιασε |
έσφαξε |
Σιόρωσε |
μέθυσε |
Κουτσιάστηκε |
χτύπησε, τραυματίστηκε |
Βρονταμάς |
το
ετοιμόρροπο, έτοιμο να βυθίσει |
Στήλωνε –
στηλωτά |
πρόσεχε μη σε αντιληφθούν |
Ζαμπόχα |
το
σπαρμένο χωράφι |
από το βιβλίο
του Γιάννη Θ. Παπαθεοδώρου: "Λευκοχώρι",
Αθήνα 1982.
|
|
|